Definify.com
Definition 2024
συγχορδία
συγχορδία
Greek
Noun
συγχορδία • (synchordía) f (plural συγχορδίες)
Declension
declension of συγχορδία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συγχορδία | συγχορδίες |
genitive | συγχορδίας | συγχορδιών |
accusative | συγχορδία | συγχορδίες |
vocative | συγχορδία | συγχορδίες |
See also
- χορδή f (chordí, “chord of a circle”)