Definify.com

Definition 2024


συμβολαιογράφοι

συμβολαιογράφοι

Greek

Noun

συμβολαιογράφοι (symvolaiográfoi) m

  1. Nominative plural form of συμβολαιογράφος (symvolaiográfos).
  2. Vocative plural form of συμβολαιογράφος (symvolaiográfos).