Definify.com
Definition 2024
συμβουλεύομαι
συμβουλεύομαι
Greek
Verb
συμβουλεύομαι • (symvoulévomai) (simple past συμβουλεύτηκα, active form συμβουλεύω, passive)
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.
συμβουλεύομαι • (symvoulévomai) (simple past συμβουλεύτηκα, active form συμβουλεύω, passive)
This verb needs an inflection-table template.