Definify.com
Definition 2024
συμβόλαιο
συμβόλαιο
Greek
Noun
συμβόλαιο • (symvólaio) n (plural συμβόλαια)
- (law) contract
Declension
declension of συμβόλαιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συμβόλαιο | συμβόλαια |
genitive | συμβολαίου | συμβολαίων |
accusative | συμβόλαιο | συμβόλαια |
vocative | συμβόλαιο | συμβόλαια |
External links
- συμβόλαιο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el