Definify.com
Definition 2024
συμμαχικός
συμμαχικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /sym̚maxikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /sym̚maxikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /simaxikós/
Adjective
συμμαχικός • (summakhikós) m (feminine συμμαχική, neuter συμμαχικόν); first/second declension
- of or for alliance
Inflection
First and second declension of συμμαχικός, συμμαχική, συμμαχικόν
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | συμμαχικός | συμμαχική | συμμαχικόν | συμμαχικώ | συμμαχικᾱ́ | συμμαχικώ | συμμαχικοί | συμμαχικαί | συμμαχικᾰ́ | |||
Genitive | συμμαχικοῦ | συμμαχικῆς | συμμαχικοῦ | συμμαχικοῖν | συμμαχικαῖν | συμμαχικοῖν | συμμαχικῶν | συμμαχικῶν | συμμαχικῶν | |||
Dative | συμμαχικῷ | συμμαχικῇ | συμμαχικῷ | συμμαχικοῖν | συμμαχικαῖν | συμμαχικοῖν | συμμαχικοῖς | συμμαχικαῖς | συμμαχικοῖς | |||
Accusative | συμμαχικόν | συμμαχικήν | συμμαχικόν | συμμαχικώ | συμμαχικᾱ́ | συμμαχικώ | συμμαχικούς | συμμαχικᾱ́ς | συμμαχικᾰ́ | |||
Vocative | συμμαχικέ | συμμαχική | συμμαχικόν | συμμαχικώ | συμμαχικᾱ́ | συμμαχικώ | συμμαχικοί | συμμαχικαί | συμμαχικᾰ́ | |||
References
- συμμαχικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «συμμαχικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- Woodhouse, S. C. (1910) English-Greek Dictionary: A Vocabulary of the Attic Language, London: Routledge & Kegan Paul Limited.
- confederate idem, page 157.