Definify.com
Definition 2024
συμπέθερος
συμπέθερος
Greek
Noun
συμπέθερος • (sympétheros) m (plural συμπέθεροι, feminine συμπεθέρα)
- relation by marriage; (male) in-law
- co-father-in-law
Declension
declension of συμπέθερος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συμπέθερος | συμπέθεροι |
genitive | συμπεθέρου | συμπεθέρων |
accusative | συμπέθερο | συμπεθέρους |
vocative | συμπέθερε | συμπέθεροι |
Related terms
- συμπεθεριάζω (sympetheriázo, “to become related by marriage”)