Definify.com
Definition 2024
συμπέρασμα
συμπέρασμα
Greek
Noun
συμπέρασμα • (sympérasma) n (plural συμπεράσματα)
- deduction, conclusion (results of reasoning)
- conclusion (final summary part of document)
Declension
declension of συμπέρασμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συμπέρασμα | συμπεράσματα |
genitive | συμπεράσματος | συμπερασμάτων |
accusative | συμπέρασμα | συμπεράσματα |
vocative | συμπέρασμα | συμπεράσματα |