Definify.com
Definition 2024
συμπαράταξις
συμπαράταξις
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /symparátaxsis/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /symparátaksis/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /sĩbaɾátaksis/
Noun
συμπαράταξις • (sumparátaxis) f (genitive συμπαρατάξεως); third declension
- meeting in battle
Inflection
Third declension of συμπαράταξῐς, συμπαρατάξεως
Case / # | Singular | Dual | Plural |
---|---|---|---|
Nominative | συμπαράταξῐς | συμπαρατάξει | συμπαρατάξεις |
Genitive | συμπαρατάξεως | συμπαραταξέοιν | συμπαρατάξεων |
Dative | συμπαρατάξει | συμπαραταξέοιν | συμπαρατάξεσῐ(ν) |
Accusative | συμπαράταξῐν | συμπαρατάξει | συμπαρατάξεις |
Vocative | συμπαράταξῐ | συμπαρατάξει | συμπαρατάξεις |
Third declension of συμπαράταξῐς, συμπαρατάξιος
Case / # | Singular | Dual | Plural |
---|---|---|---|
Nominative | συμπαράταξῐς | συμπαρατάξιε | συμπαρατάξιες |
Genitive | συμπαρατάξιος | συμπαραταξίοιν | συμπαραταξίων |
Dative | συμπαρατάξῑ, συμπαρατάξει | συμπαραταξίοιν | συμπαρατάξῐσῐ(ν), συμπαραταξίεσῐ(ν), συμπαρατάξεσῐ(ν) |
Accusative | συμπαράταξῐν | συμπαρατάξιε | συμπαρατάξῑς, συμπαρατάξιᾰς |
Vocative | συμπαράταξῐ | συμπαρατάξιε | συμπαρατάξιες |
References
- συμπαράταξις in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «συμπαράταξις» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette