Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2025
συμπεριέλαβα
συμπεριέλαβα
Greek
Verb
συμπεριέλαβα
•
(
symperiélava
)
first-person singular
simple past
of
συμπεριλαμβάνω
(
symperilamváno
)
Similar Results