Definify.com
Definition 2024
συμπλέκτης
συμπλέκτης
Greek
Noun
συμπλέκτης • (sympléktis) m (plural συμπλέκτες)
- (automotive) clutch
Declension
declension of συμπλέκτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συμπλέκτης | συμπλέκτες |
genitive | συμπλέκτη | συμπλεκτών |
accusative | συμπλέκτη | συμπλέκτες |
vocative | συμπλέκτη | συμπλέκτες |