Definify.com

Definition 2024


συμπολεμιστής

συμπολεμιστής

Greek

Noun

συμπολεμιστής (sympolemistís) m (plural συμπολεμιστές, feminine συμπολεμίστρια)

  1. comrade (companion in war)
  2. (politics) comrade (fellow socialist)

Declension