Definify.com
Definition 2024
συμπολεμιστής
συμπολεμιστής
Greek
Noun
συμπολεμιστής • (sympolemistís) m (plural συμπολεμιστές, feminine συμπολεμίστρια)
Declension
declension of συμπολεμιστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συμπολεμιστής | συμπολεμιστές |
genitive | συμπολεμιστή | συμπολεμιστών |
accusative | συμπολεμιστή | συμπολεμιστές |
vocative | συμπολεμιστή | συμπολεμιστές |