Definify.com
Definition 2024
συνάθροιση
συνάθροιση
Greek
Noun
συνάθροιση • (synáthroisi) f (plural συναθροίσεις)
Declension
declension of συνάθροιση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συνάθροιση | συναθροίσεις |
genitive | συνάθροισης / συναθροίσεως | συναθροίσεων |
accusative | συνάθροιση | συναθροίσεις |
vocative | συνάθροιση | συναθροίσεις |
Synonyms
- σύναξη f (sýnaxi)
See also
- συναρμολόγηση f (synarmológisi, “assembly, assemblage”)