Definify.com
Definition 2024
συνάλλαγμα
συνάλλαγμα
Greek
Noun
συνάλλαγμα • (synállagma) n (plural συναλλάγματα)
Declension
declension of συνάλλαγμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συνάλλαγμα | συναλλάγματα |
genitive | συναλλάγματος | συναλλαγμάτων |
accusative | συνάλλαγμα | συναλλάγματα |
vocative | συνάλλαγμα | συναλλάγματα |