Definify.com
Definition 2024
συνίζηση
συνίζηση
Greek
Noun
συνίζηση • (synízisi) f (plural συνιζήσεις)
- (poetry, linguistics) synizesis
Declension
declension of συνίζηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συνίζηση | συνιζήσεις |
genitive | συνίζησης / συνιζήσεως | συνιζήσεων |
accusative | συνίζηση | συνιζήσεις |
vocative | συνίζηση | συνιζήσεις |
Related terms
- ασυνίζητος (asynízitos, “not subject to synizesis”)