Definify.com
Definition 2024
συναίνεση
συναίνεση
Greek
Noun
συναίνεση • (synaínesi) f (plural συναινέσεις)
- consent (voluntary agreement)
- με τη συναίνεση των γονέων ― me ti synaínesi ton gonéon ― with the consent of the parents
- consensus
- Tα αυστηρά οικονομικά μέτρα απαιτούν κοινωνική συναίνεση. ― Ta afstirá oikonomiká métra apaitoún koinonikí synaínesi. ― The stringent economic measures require a public consensus.
Declension
declension of συναίνεση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συναίνεση | συναινέσεις |
genitive | συναίνεσης / συναινέσεως | συναινέσεων |
accusative | συναίνεση | συναινέσεις |
vocative | συναίνεση | συναινέσεις |
Synonyms
- ομοφωνία f (omofonía)