Definify.com

Definition 2024


συναίνεση

συναίνεση

Greek

Noun

συναίνεση (synaínesi) f (plural συναινέσεις)

  1. consent (voluntary agreement)
    με τη συναίνεση των γονέωνme ti synaínesi ton gonéon ― with the consent of the parents
  2. consensus
    Tα αυστηρά οικονομικά μέτρα απαιτούν κοινωνική συναίνεση.Ta afstirá oikonomiká métra apaitoún koinonikí synaínesi. ― The stringent economic measures require a public consensus.

Declension

Synonyms