Definify.com
Definition 2024
συνεχές_ρεύμα
συνεχές ρεύμα
Greek
Noun
συνεχές ρεύμα • (synechés révma) n (uncountable)
See also
- εναλλασσόμενο ρεύμα n (enallassómeno révma, “alternating current”)
External links
- συνεχές ρεύμα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el