Definify.com
Definition 2024
συνθέτης
συνθέτης
Greek
Noun
συνθέτης • (synthétis) m (plural συνθέτες, feminine συνθέτιδα)
Declension
declension of συνθέτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συνθέτης | συνθέτες |
genitive | συνθέτη | συνθετών |
accusative | συνθέτη | συνθέτες |
vocative | συνθέτη | συνθέτες |
Related terms
External links
- συνθέτης on the Greek Wikipedia.Wikipedia el