Definify.com
Definition 2024
συνταγή
συνταγή
Greek
Noun
συνταγή • (syntagí) f (plural συνταγές)
- (medicine) prescription
- (cooking) recipe
Declension
declension of συνταγή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συνταγή | συνταγές |
genitive | συνταγής | συνταγών |
accusative | συνταγή | συνταγές |
vocative | συνταγή | συνταγές |