Definify.com
Definition 2024
συνταξιούχος
συνταξιούχος
Greek
Noun
συνταξιούχος • (syntaxioúchos) m, f
Declension
declension of συνταξιούχος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συνταξιούχος | συνταξιούχοι |
genitive | συνταξιούχου | συνταξιούχων |
accusative | συνταξιούχο | συνταξιούχους |
vocative | συνταξιούχε | συνταξιούχοι |