Definify.com
Definition 2024
συντελεστής
συντελεστής
Greek
Noun
συντελεστής • (syntelestís) m (plural συντελεστές)
- (mathematics, physics) coefficient
- ο συντελεστής γραμμικής θερμικής διαστολής ― o syntelestís grammikís thermikís diastolís ― the coefficient of linear thermal expansion
- rate
- Η μεταφορά συντελεστού θεσπίσθηκε … ― I metaforá syntelestoú thespísthike … ― The transfer rate was established …
Declension
declension of συντελεστής
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | συντελεστής | συντελεστές | |
genitive | συντελεστή | συντελεστών | |
accusative | συντελεστή | συντελεστές | |
vocative | συντελεστή | συντελεστές | |
Alternative genitive singular form: συντελεστού (Katharevousa) |