Definify.com
Definition 2024
συντεχνίτισσα
συντεχνίτισσα
Greek
Noun
συντεχνίτισσα • (syntechnítissa) f (plural συντεχνίτισσες, masculine σύντεχνος)
Declension
declension of συντεχνίτισσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συντεχνίτισσα | συντεχνίτισσες |
genitive | συντεχνίτισσας | — |
accusative | συντεχνίτισσα | συντεχνίτισσες |
vocative | συντεχνίτισσα | συντεχνίτισσες |