Definify.com
Definition 2024
συντηρήτρια
συντηρήτρια
Greek
Noun
συντηρήτρια • (syntirítria) f (plural συντηρήτριες, masculine συντηρητής)
Declension
declension of συντηρήτρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συντηρήτρια | συντηρήτριες |
genitive | συντηρήτριας | συντηρητριών |
accusative | συντηρήτρια | συντηρήτριες |
vocative | συντηρήτρια | συντηρήτριες |
Related terms
- see: συντηρώ (syntiró, “to conserve, to maintain”)