Definify.com

Definition 2024


συντομέυομαι

συντομέυομαι

Greek

Verb

συντομέυομαι (syntoméyomai) (simple past συντομεύτηκα or συντομεύθηκα, active form συντομέυω, passive)

  1. passive of συντομέυω (syntoméyo)

Conjugation

This verb needs an inflection-table template.