Definify.com
Definition 2024
συντριβάνι
συντριβάνι
Greek
Alternative forms
- σιντριβάνι n (sintriváni)
Noun
συντριβάνι • (syntriváni) n (plural συντριβάνια)
- fountain (artificial water feature)
Declension
declension of συντριβάνι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συντριβάνι | συντριβάνια |
genitive | συντριβανιού | συντριβανιών |
accusative | συντριβάνι | συντριβάνια |
vocative | συντριβάνι | συντριβάνια |
Synonyms
- φοντάνα f (fontána)