Definify.com
Definition 2024
συρματόσχοινο
συρματόσχοινο
Greek
Noun
συρματόσχοινο • (syrmatóschoino) n (plural συρματόσχοινα)
Declension
declension of συρματόσχοινο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συρματόσχοινο | συρματόσχοινα |
genitive | συρματόσχοινου / συρματοσχοίνου | συρματόσχοινων / συρματοσχοίνων |
accusative | συρματόσχοινο | συρματόσχοινα |
vocative | συρματόσχοινο | συρματόσχοινα |