Definify.com
Definition 2024
σφαξίματα
σφαξίματα
Greek
Noun
σφαξίματα • (sfaxímata) n
- Nominative plural form of σφάξιμο (sfáximo).
- Accusative plural form of σφάξιμο (sfáximo).
- Vocative plural form of σφάξιμο (sfáximo).
σφαξίματα • (sfaxímata) n