Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
σφεντόνα
σφεντόνα
Greek
Noun
σφεντόνα
•
(
sfentóna
)
f
(
plural
σφεντόνες
)
catapult
sling
,
slingshot
Declension
declension of
σφεντόνα
singular
plural
nominative
σφεντόνα
σφεντόνες
genitive
σφεντόνας
σφεντονών
accusative
σφεντόνα
σφεντόνες
vocative
σφεντόνα
σφεντόνες
Similar Results