Definify.com
Definition 2024
σχεδίασμα
σχεδίασμα
Ancient Greek
Noun
σχεδίασμα • (skhedíasma) n (genitive σχεδιάσματος); third declension
Declension
Third declension of σχεδίασμα, σχεδιάσματος
Case / # | Singular | Dual | Plural |
---|---|---|---|
Nominative | τὸ σχεδίασμα | τὼ σχεδιάσματε | τὰ σχεδιάσματᾰ |
Genitive | τοῦ σχεδιάσματος | τοῖν σχεδιασμάτοιν | τῶν σχεδιασμάτων |
Dative | τῷ σχεδιάσματῐ | τοῖν σχεδιασμάτοιν | τοῖς σχεδιάσμασῐ(ν) |
Accusative | τὸ σχεδίασμα | τὼ σχεδιάσματε | τὰ σχεδιάσματᾰ |
Vocative | σχεδίασμα | σχεδιάσματε | σχεδιάσματᾰ |
Descendants
- English: schediasm
- Latin: schediasma
References
- σχεδίασμα in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «σχεδίασμα» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette