Definify.com
Definition 2024
σχεδιάστρια
σχεδιάστρια
Greek
Noun
σχεδιάστρια • (schediástria) f (plural σχεδιάστριες, masculine σχεδιαστής)
Declension
declension of σχεδιάστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σχεδιάστρα | σχεδιάστρες |
genitive | σχεδιάστρας | σχεδιαστρών |
accusative | σχεδιάστρα | σχεδιάστρες |
vocative | σχεδιάστρα | σχεδιάστρες |
Related terms
- see: σχέδιο n (schédio, “drawing, plan”)