Definify.com
Definition 2024
σχοινόπρασο
σχοινόπρασο
Greek
Noun
σχοινόπρασο • (schoinópraso) n (plural σχοινόπρασα)
Declension
declension of σχοινόπρασο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σχοινόπρασο | σχοινόπρασα |
genitive | σχοινόπρασου | σχοινόπρασων |
accusative | σχοινόπρασο | σχοινόπρασα |
vocative | σχοινόπρασο | σχοινόπρασα |
Synonyms
- (much less common) πρασουλίδα f (prasoulída)
- γηθυλλίς f (githyllís)