Definify.com
Definition 2024
σχολείο
σχολείο
Greek
Noun
σχολείο • (scholeío) n (plural σχολεία)
- (education) school
Declension
declension of σχολείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σχολείο | σχολεία |
genitive | σχολείου | σχολείων |
accusative | σχολείο | σχολεία |
vocative | σχολείο | σχολεία |
See also
- λύκειο n (lýkeio, “secondary school, high school”)
- γυμνάσιο n (gymnásio, “secondary school, high school”)
- δημοτικό σχολείο n (dimotikó scholeío, “primary school, elementary school”)
External links
- σχολείο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el