Definify.com
Definition 2024
σωματική_ποινή
σωματική ποινή
Greek
Noun
σωματική ποινή • (somatikí poiní) f (plural σωματικές ποινές)
- corporal punishment (punishment involving hurt to the body)
Declension
declension of σωματική ποινή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σωματική ποινή | σωματικές ποινές |
genitive | σωματικής ποινής | σωματικών ποινών |
accusative | σωματική ποινή | σωματικές ποινές |
vocative | σωματική ποινή | σωματικές ποινές |