Definify.com
Definition 2024
σωματοδόμηση
σωματοδόμηση
Greek
Noun
σωματοδόμηση • (somatodómisi) f (uncountable)
Declension
declension of σωματοδόμηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σωματοδόμηση | σωματοδομήσεις |
genitive | σωματοδόμησης / σωματοδομήσεως | σωματοδομήσεων |
accusative | σωματοδόμηση | σωματοδομήσεις |
vocative | σωματοδόμηση | σωματοδομήσεις |
Synonyms
- μπόντι μπίλντινγκ n (bónti bílntinnk)
External links
- σωματοδόμηση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el