Definify.com
Definition 2024
σωματοφύλακας
σωματοφύλακας
Greek
Noun
σωματοφύλακας • (somatofýlakas) m (plural σωματοφύλακες)
Declension
declension of σωματοφύλακας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σωματοφύλακας | σωματοφύλακες |
genitive | σωματοφύλακα | σωματοφυλάκων |
accusative | σωματοφύλακα | σωματοφύλακες |
vocative | σωματοφύλακα | σωματοφύλακες |