Definify.com
Definition 2024
σωτήρας
σωτήρας
Greek
Noun
σωτήρας • (sotíras) m (plural σωτήρες, feminine σώτειρα)
Declension
declension of σωτήρας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σωτήρας | σωτήρες |
genitive | σωτήρα | σωτηρών |
accusative | σωτήρα | σωτήρες |
vocative | σωτήρα | σωτήρες |