Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
σύδεντρο
σύδεντρο
Greek
Noun
σύδεντρο
•
(
sýdentro
)
n
(
plural
σύδεντρα
)
wood
,
dense
forest
(
place with many trees
)
Declension
declension of
σύδεντρο
singular
plural
nominative
σύδεντρο
σύδεντρα
genitive
σύδεντρου
σύδεντρων
accusative
σύδεντρο
σύδεντρα
vocative
σύδεντρο
σύδεντρα
Similar Results