Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
σύμφωνο
σύμφωνο
Greek
Noun
σύμφωνο
•
(
sýmfono
)
n
(
plural
σύμφωνα
)
(
linguistics
)
consonant
contract
,
pact
Declension
declension of
σύμφωνο
singular
plural
nominative
σύμφωνο
σύμφωνα
genitive
συμφώνου
συμφώνων
accusative
σύμφωνο
σύμφωνα
vocative
σύμφωνο
σύμφωνα
Related terms
see:
συμφωνώ
(
symfonó
,
“
to agree, to agree with
”
)
Etymology
From
Ancient Greek
σύμφωνον
(
súmphōnon
)
.
Similar Results