Definify.com
Definition 2024
σύνδρομο
σύνδρομο
Greek
Noun
σύνδρομο • (sýndromo) n (plural σύνδρομα)
- syndrome (recognizable pattern of symptoms or behaviours)
- σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου ― sýndromo everéthistou entérou ― irritable bowel syndrome
Declension
declension of σύνδρομο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σύνδρομο | σύνδρομα |
genitive | συνδρόμου | συνδρόμων |
accusative | σύνδρομο | σύνδρομα |
vocative | σύνδρομο | σύνδρομα |