Definify.com
Definition 2024
σύνταγμα
σύνταγμα
Greek
Noun
σύνταγμα • (sýntagma) n (plural συντάγματα)
- (politics) constitution
- (military) regiment
- (historical) syntagma (a formation of the Macedonian phalanx)
Declension
declension of σύνταγμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σύνταγμα | συντάγματα |
genitive | συντάγματος | συνταγμάτων |
accusative | σύνταγμα | συντάγματα |
vocative | σύνταγμα | συντάγματα |
Related terms
- (regiment): συνταγματάρχης m, f (syntagmatárchis, “colonel”)