Definify.com
Definition 2024
σύριγγα
σύριγγα
Greek
Alternative forms
- (Katharevousa) σύριγξ (sýrinx)
Noun
σύριγγα • (sýringa) f (plural σύριγγες)
Declension
declension of σύριγγα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σύριγγα | σύριγγες |
genitive | σύριγγας | συρίγγων |
accusative | σύριγγα | σύριγγες |
vocative | σύριγγα | σύριγγες |
External links
- Σύριγγα (μουσικό όργανο) on the Greek Wikipedia.Wikipedia el