Definify.com
Definition 2025
σύσταση
σύσταση
Greek
Noun
σύσταση • (sýstasi) f (plural συστάσεις)
- composition, analysis, make up. formulation
- Η σύσταση του νερού ελέγχεται στο εργαστήριο.
- The analysis of the water tested in the laboratory.
- Η σύσταση του νερού ελέγχεται στο εργαστήριο.
- forming, setting up, formation
- τη σύσταση της επιτροπής
- the setting up of the committee
- τη σύσταση της επιτροπής
Declension
declension of σύσταση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σύσταση | συστάσεις |
genitive | σύστασης / συστάσεως | συστάσεων |
accusative | σύσταση | συστάσεις |
vocative | σύσταση | συστάσεις |