Definify.com
Definition 2024
ταξιτζής
ταξιτζής
Greek
Noun
ταξιτζής • (taxitzís) m
Declension
declension of ταξιτζής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ταξιτζής | ταξιτζήδες |
genitive | ταξιτζή | ταξιτζήδων |
accusative | ταξιτζή | ταξιτζήδες |
vocative | ταξιτζή | ταξιτζήδες |