Definify.com
Definition 2025
ταπητουργία
ταπητουργία
Greek
Noun
ταπητουργία • (tapitourgía) f (plural ταπητουργίες)
Declension
declension of ταπητουργία
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | ταπητουργία | ταπητουργίες |
| genitive | ταπητουργίας | ταπητουργιών |
| accusative | ταπητουργία | ταπητουργίες |
| vocative | ταπητουργία | ταπητουργίες |
Related terms
- see: ταπέτο n (tapéto, “mat, rug”)
External links
-
ταπητουργία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el