Definify.com
Definition 2024
ταπητουργία
ταπητουργία
Greek
Noun
ταπητουργία • (tapitourgía) f (plural ταπητουργίες)
Declension
declension of ταπητουργία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ταπητουργία | ταπητουργίες |
genitive | ταπητουργίας | ταπητουργιών |
accusative | ταπητουργία | ταπητουργίες |
vocative | ταπητουργία | ταπητουργίες |
Related terms
- see: ταπέτο n (tapéto, “mat, rug”)
External links
- ταπητουργία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el