Definify.com

Definition 2024


ταχύτητα

ταχύτητα

Greek

Noun

ταχύτητα (tachýtita) f (plural ταχύτητες)

  1. speed, velocity
    Το αυτοκίνητο έτρεχε με ταχύτητα 50 χιλιόμετρα την ώρα.To aftokínito étreche me tachýtita 50 chiliómetra tin óra. ― The car had a speed of 50 km per hour.
  2. swiftness, alacrity
  3. speed, gear
    Έβαλε την πρώτη ταχύτητα και ξεκίνησε.Évale tin próti tachýtita kai xekínise. ― He put it into first gear and started off.

Declension

Related terms

External links