Definify.com
Definition 2024
ταχύτητα
ταχύτητα
Greek
Noun
ταχύτητα • (tachýtita) f (plural ταχύτητες)
- speed, velocity
- Το αυτοκίνητο έτρεχε με ταχύτητα 50 χιλιόμετρα την ώρα. ― To aftokínito étreche me tachýtita 50 chiliómetra tin óra. ― The car had a speed of 50 km per hour.
- swiftness, alacrity
- speed, gear
- Έβαλε την πρώτη ταχύτητα και ξεκίνησε. ― Évale tin próti tachýtita kai xekínise. ― He put it into first gear and started off.
Declension
declension of ταχύτητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ταχύτητα | ταχύτητες |
genitive | ταχύτητας | ταχυτήτων |
accusative | ταχύτητα | ταχύτητες |
vocative | ταχύτητα | ταχύτητες |
Related terms
- κιβώτιο ταχυτήτων n (kivótio tachytíton, “gearbox”)
External links
- ταχύτητα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el