Definify.com
Definition 2024
τελετουργικό
τελετουργικό
Greek
Noun
τελετουργικό • (teletourgikó) n (plural τελετουργικά)
Declension
declension of τελετουργικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τελετουργικό | τελετουργικά |
genitive | τελετουργικού | τελετουργικών |
accusative | τελετουργικό | τελετουργικά |
vocative | τελετουργικό | τελετουργικά |
Related terms
- see: τελετή f (teletí, “ceremony, rite”)
Adjective
τελετουργικό • (teletourgikó)
- Accusative masculine singular form of τελετουργικός (teletourgikós).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of τελετουργικός (teletourgikós).