Definify.com
Definition 2024
τεσσαρακοστού
τεσσαρακοστού
Greek
Adjective
τεσσαρακοστού • (tessarakostoú)
- Genitive masculine singular form of τεσσαρακοστός (tessarakostós).
- Genitive neuter singular form of τεσσαρακοστός (tessarakostós).
τεσσαρακοστού • (tessarakostoú)