Definify.com
Definition 2024
τετράδιο
τετράδιο
Greek
Noun
τετράδιο • (tetrádio) n
Declension
declension of τετράδιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τετράδιο | τετράδια |
genitive | τετραδίου | τετραδίων |
accusative | τετράδιο | τετράδια |
vocative | τετράδιο | τετράδια |