Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
τεχνητές_νοημοσύνές
τεχνητές νοημοσύνές
Greek
Noun
τεχνητές νοημοσύνές
•
(
technités noimosýnés
)
f
Plural
form of
τεχνητή νοημοσύνη
(
technití noimosýni
)
.
Similar Results