Definify.com
Definition 2024
τηλεομοιότυπο
τηλεομοιότυπο
Greek
Noun
τηλεομοιότυπο • (tileomoiótypo) f (plural τηλεομοιότυπα)
- (communication) fax
Declension
declension of τηλεομοιότυπο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τηλεομοιότυπο | τηλεομοιότυπα |
genitive | τηλεομοιότυπου / τηλεομοιοτύπου | τηλεομοιότυπων / τηλεομοιοτύπων |
accusative | τηλεομοιότυπο | τηλεομοιότυπα |
vocative | τηλεομοιότυπο | τηλεομοιότυπα |
Synonyms
- φαξ n (fax)
- τηλεομοιοτυπία f (tileomoiotypía)
External links
- Τηλεομοιοτυπία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el