Definify.com
Definition 2024
τηλεφωνήτρια
τηλεφωνήτρια
Greek
Noun
τηλεφωνήτρια • (tilefonítria) f (plural τηλεφωνήτριες, masculine τηλεφωνητής)
- (telecommunications) telephonist, telegraphist, operator
Declension
declension of τηλεφωνήτρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τηλεφωνήτρια | τηλεφωνήτριες |
genitive | τηλεφωνήτριας | τηλεφωνητριών |
accusative | τηλεφωνήτρια | τηλεφωνήτριες |
vocative | τηλεφωνήτρια | τηλεφωνήτριες |
Related terms
- see: τηλέφωνο n (tiléfono, “telephone”)